обыкновенно - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

обыкновенно - translation to Αγγλικά


обыкновенно      
adv.
ordinarily, usually
обыкновенный         
adj.
ordinary, usual, normal, regular; обыкновенная точка (линии), regular point (of a line); обыкновенное дифференциальное уравнение, ordinary differential equation
gorse         
  • Common gorse flowers
  • Controlled burning of gorse in [[Devon]], England
  • Fruiting at [[Mallaig]], Scotland
  • Southern Chile]]
  • In full flower at [[Dalgarven Mill]] in Scotland.
  •  A whin-stone at [[Dalgarven Mill]], Scotland, used to crush whin for use as winter feed for cattle
GENUS OF PLANTS
Whin; Furze; Whins; Furzy; Furzes; Gorse; Gorse bush; Nepa (plant); Gorsebush; Gorse-bush

[gɔ:s]

ботаника

утёсник обыкновенный (Ulex europaeus)

существительное

ботаника

утёсник обыкновенный (Ules enropaeus gen.)

синоним

juniper

Ορισμός

обыкновенно
ОБЫКНОВ'ЕННО, нареч.
1. То же, что обычно
.
2. нареч. к обыкновенный
во 2 ·знач. (·редк. ).
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για обыкновенно
1. Обыкновеннейший военный триллер - обыкновенно построенный, обыкновенно снятый, обыкновенно сыгранный.
2. Что тогда обыкновенно инкриминировалось вольнодумцам?
3. Обыкновенно он выскакивает как черт из табакерки.
4. При переходе через улицу обыкновенно вспоминаю Розанова.
5. Но столько на ней приключается обыкновенно всякого...
Μετάφραση του &#39обыкновенно&#39 σε Αγγλικά